Οίηση από απελπισία

Πολιτικοί παλαιότερων γενεών, χρησιμοποιούνται συχνά ως παραδείγματα   σοφίας και ευπρέπειας. «Νέστορας της πολιτικής» λένε για κάποιους που συνήθως έχουν αποσυρθεί και δεν αποτελούν πλέον συστημικό κίνδυνο. Και «συστημικός» βαφτίζεται ο κίνδυνος προσωπικής, τοπικής ή εσωκομματικής απειλής. Ο ακίνδυνος φορτώνεται όλα τα καλά μιας τσιγγούνικης και προϋπολογισμένης γενναιοδωρίας. Αν τυχόν ενεργοποιηθούν μεταχρονολογημένες φιλοδοξίες, τότε κούνια που τον κούναγε.

Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, το ύφος και το επίπεδο της πολιτικής σύγκρουσης και  παλαιότερα ήταν εξίσου σκληρό και ανέμπνευστο με το σημερινό, μερικές φορές  βωμολοχικό, γεμάτο εκδίκηση, δηλητηριώδεις διαρροές και έλλειψη καλλιέργειας, φαντασίας. Καμιά  ευπρέπεια δεν τύλιγε ποτέ, κάτι αδυσώπητο και ανελαστικό: Την κάρπωση της εξουσίας. Την αγωνία για την κατοχή της. Ιδίως δε, τα παλαιά κόμματα έχουν μια υψηλή τεχνογνωσία δικτύωσης και ελέγχου κάθε πτυχής του δημόσιου χώρου. Γιατί αυτό είναι το εξουσιαστικό συμβόλαιο. Η κατοχή θεσμών και  ανθρώπων.

Η κάρπωση της εξουσίας είναι πολύτιμη όταν δεν έχεις τίποτα άλλο. Μετεξελίσσεται σε μια έξη, σε μια εξάρτηση ή  μια ομηρεία.

Γιατί όμως δεν υπάρχει κάτι άλλο, από την εξουσιαστική κάρπωση; Πολιτική παραγωγή μπορεί να υπάρξει και διαφορετικά. Ιδέες και θεσμικές επινοήσεις μπορούν να ωριμάσουν και προωθηθούν από διαφορετικούς δρόμους. Think Tanks, επιστημονικούς φορείς κ.λπ. Προφανώς μια χώρα με οικτρή παραγωγή που πλέον διαθέτει έναν εξαιρετικά ανεπαρκή και παρωχημένο πρωτογενή τομέα, έναν ελάχιστο δευτερογενή και έναν ισχνό τριτογενή τομέα κι αυτόν ως διοικητική, διαχειριστική  υπεργολαβία, τότε ποιες ευκαιρίες διαθέτει κάποιος για να δημιουργήσει; Να βρει μια διαφορετική λειτουργία του ελληνικού συστήματος μέσα στην οποία να νιώσει βεβαιωμένος και πλήρης; Εκτός από τα ριάλιτι; Αρπάζεται, λοιπόν, από το πιο πολύτιμο που μπορεί να του δοθεί. Μια παραχώρηση στο στασίδι επισήμων ή μια δυνατότητα υπογραφής που θα φέρει πολλούς ικέτες ή αδίστακτα ευγενείς στην ποδιά του. Μικρά πράγματα. Μικρές μοιρασιές.

Γι’ αυτό ο κόσμος, εκτός λίγων στρατευμένων και φανατικών που ταυτίζονται και υπερασπίζονται τον (ήδη) κατακτημένο και ερειπωμένο αξιακά κομματικό χώρο, είναι «άπιστος», θεωρεί τη πολιτική σκηνή, σχεδόν αγύρτικη. Ο λαός είναι σκληρός και αμάγευτος.  Ξέρει, διαβλέπει, καγχάζει, υβρίζει. Αλλά συγχρόνως και φαντασιώνεται. Κάτι τόσο εύκολο και φανταχτερό όπως η πολιτική, γιατί να το δικαιούται «αυτός» και όχι «εγώ»; Στις κατακλυσμιαίες αναρτήσεις, στην υστερία φουσκώματος προφίλ, βλέπεις τον διαγγελματικό λόγο μαζί με τον λιντσαριστικό λόγο. Ενα αποκαθηλωτικό «διάγγελμα», γεμάτο αδιέξοδη οργή. «Και δεν κάνετε αυτά που πρέπει και δεν είμαι εγώ, ώστε να τα κάνω». Περίπου έτσι. Σε πολλές δε σφαίρες της ζωής, αναπτύσσεται αυτό το αίσθημα. Ολοι ως προπονητές, σεισμολόγοι, οικονομολόγοι, προσφάτως και κριτικοί τέχνης, προϊστάμενοι γενικώς μιας χώρας χειμάζουσας και φοβισμένης. Πάντα προικισμένοι φορείς του «κέντρου του προβλήματος». Της αποκλειστικής πληροφορίας, μιας ανάλυσης απόκρυφης, ενός διαπεραστικού διαβάσματος των εντοσθιών, των οιωνών.   Ο λαϊκός ήρωάς μας, αντανακλά στο πολιτικό πρότυπο που αναθεματίζει και ψηφίζει.

Αθελά μου σκιαγραφώ, τον τεταρτογενή τομέα της ελληνικής παραγωγής και οικονομίας. Ο οποίος είναι ο μόνος που ανθίζει. Ο τομέας του πληροφοριακού παραληρήματος, της απελπισμένης και τελειωμένης οίησης, ενός μαζικού και βαθύτατα καιροσκοπικού ψεύδους, της παραπολιτικής, της παραδημοσιογραφίας, της υποκουλτούρας.

Προηγούμενο άρθροΤο αντίο του Μητσοτάκη στη Μέρκελ – Το «τέλος» μιας δύσκολης σχέσης
Επόμενο άρθροΠέραμα – Κατεπείγων πειθαρχικός έλεγχος για τους αστυνομικούς – Φόβοι για «αντίποινα»