Έκρηξη στη Βηρυτό – Ένα χρόνο μετά, οι πολίτες του Λιβάνου συνεχίζουν να ζουν στον φόβο

Η Ραγιάν Κατούν έτρεμε στη σκέψη της 4ης Αυγούστου. Καθώς η επέτειος από τη συντριπτική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού πλησίαζε, ήταν διαρκώς ταραγμένη.

Η έκρηξη είχε ρίξει την Κατούν σε ένα τοίχο, καθώς επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά της, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο κεφάλι, να ραγίζει το ένα της ζυγωματικό και να πάθει ρήξη τενόντων. Έκτοτε υποφέρει από επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, αϋπνία και κρίσεις άγχους.

«Για μήνες μετά την έκρηξη, φοβόμουν να πλησιάσω οποιοδήποτε γυάλινο αντικείμενο», διηγείται στον Guardian. «Μερικές φορές αισθανόμουν έναν ξαφνικό φόβο για τους ανοιχτούς χώρους, επειδή εκεί δεν θα έβρισκα μέρος να κρυφτώ σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι».

Τα παιδιά της Κατούν ζουν με τον διαρκή φόβο πως κάτι πρόκειται να της συμβεί, έχοντας δει τη μητέρα τους σοβαρά τραυματισμένη. «Έχουμε χάσει τελείως κάθε αίσθηση ασφάλειας».

Με τη χώρα να καταρρέει, έχοντας προδοθεί από την πολιτική της ελίτ, οι πολίτες βρίσκονται διαρκώς στα όρια μιας κρίσης ψυχικής υγείας, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους τους απαραίτητους πόρους για να την αντιμετωπίσουν.

Η Lifeline, η γραμμή βοήθειας του Λιβάνου που παρέχει ψυχολογική υποστήριξη και πόρους για την πρόληψη αυτοκτονιών, αναφέρει ότι οι κλήσεις που δέχεται κάθε μήνα έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από τον Μάιο του 2021, αγγίζοντας τις 1.050.

Η έκρηξη στο λιμάνι «κατέστρεψε τα σπίτια των ανθρώπων, ενώ οι ίδιοι βρίσκονταν μέσα σε αυτά», τονίζει η Δρ. Ολίβια Σαμπ, κλινική ψυχολόγος στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. «Για πολλούς ανθρώπους, κατέστρεψε και την ικανότητά τους για την πιο υποτυπώδη μορφή εμπιστοσύνης που απαιτείται για να μπορείς να ζεις με ηρεμία».

Οι εκτεταμένες διακοπές ρεύματος που προκλήθηκαν από την έλλειψη καυσίμων, πλέον διαρκούν ακόμη και 22 ώρες την ημέρα. Χωρίς ρεύμα στη διάρκεια της νύχτας, επομένως και χωρίς κλιματισμό, πολλοί είναι εκείνοι που δεν καταφέρνουν να κοιμηθούν εξαιτίας της αποπνικτικής ζέστης.

«Ο ύπνος είναι ζωτικό συστατικό της ψυχικής υγείας», εξηγεί στον Guardian ο Δρ. Τζόζεφ ελ-Χούρι, επερχόμενος πρόεδρος της Λιβανέζικης Ψυχιατρικής Εταιρείας. «Λαμβάνουμε αναφορές για μωρά που δεν καταφέρνουν να κοιμηθούν, πράγμα που αυξάνει την πίεση που δέχονται οι γονείς τους».

Οι διακοπές ρεύματος έχουν αναγκάσει και τις επιχειρήσεις, που ήδη είναι αντιμέτωπες με μια εύθραυστη οικονομία που παρουσιάζει διαρκείς διακυμάνσεις, να κλείνουν νωρίς ή να διακόπτουν το ωράριό τους για πολλές ώρες κάθε μέρα, μειώνοντας το απολύτως αναγκαίο για την επιβίωσή τους εισόδημα.

«Η κατάσταση είναι ανυπόφορη», λέει ο Ζαν Αντούν, που διατηρεί καφετέρια που υπέστη ζημιές από την έκρηξη. «Πλέον δεν έχουμε ούτε καύσιμα, ούτε ρεύμα, και οι τιμές των πρώτων υλών και των συστατικών αλλάζουν κάθε μια ώρα».

Η Κατούν δεν είναι σίγουρη αν πρέπει να συμμετάσχει στις διαμαρτυρίες της Τετάρτης, για την επέτειο από την έκρηξη. Φοβάται ότι αν βρεθεί τόσο κοντά στο λιμάνι, η ψυχική της υγεία μπορεί να επηρεαστεί.

Είναι συνηθισμένο τα συμπτώματα αυτού του είδους να επιδεινώνονται κοντά στις επετείους, ιδιαιτέρως αν έχουμε χρησιμοποιήσει την απώθηση ως μηχανισμό διαχείρισης του τραύματος, επισημαίνει η Σαμπ. Οι άνθρωποι μπορεί να αποφεύγουν να συζητήσουν την έκρηξη ή να πλησιάσουν το λιμάνι «όμως δεν μπορούν να αποφύγουν την έλευση μιας ημερομηνίας και τα συναισθήματα που θα νιώσουν όταν έρθει το ηλιόλουστο απόγευμα της 4ης Αυγούστου».

Ο Χούρι προσθέτει ότι τα βίντεο από την έκρηξη που κυκλοφορούν είναι πιθανό να ταράξουν εκείνους που υποφέρουν από μετατραυματικό στρες (PTSD).

«Δεν νομίζω ότι μπορούμε να εμποδίσουμε τους ανθρώπους από το να τα μοιράζονται, ιδίως στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων», αναφέρει στον Guardian. «Όμως παροτρύνω όποιον αισθάνεται την ανάγκη να το κάνει, αντί για αυτό να μοιραστεί την προσωπική του ιστορία ή φωτογραφίες που φέρουν έναν συμβολισμό. Ακόμη και οι εικόνες της καταστροφής είναι πιθανό να πυροδοτήσουν πολύ αρνητικά συναισθήματα σε κάποιους ανθρώπους».

Η ψυχική υγεία δεν υπήρξε σημαντική προτεραιότητα για το σύστημα υγείας του Λιβάνου, που είναι διαμορφωμένο προς την κατεύθυνση της παροχής ακριβών διαδικασιών για τους πλούσιους και όχι προς εκείνη της προσιτής περίθαλψης για όλους. Σύμφωνα με το Ερευνητικό Ταμείο Παγκόσμιων Προκλήσεων, δύο εκατ. Λιβανέζοι δεν θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να υποστηρίξουν μια επίσκεψη στον γιατρό στη διάρκεια του 2020.

Στους 12 μήνες που έχουν μεσολαβήσει από την έκρηξη, η ζήτηση υπηρεσιών ψυχικής υγείας έχει αυξηθεί, επισημαίνει ο Χούρι. Ο ίδιος έχει συνταγογραφήσει ψυχοθεραπείες. συμβουλευτική και φαρμακευτική αγωγή σε επιζήσαντες της έκρηξης στο λιμάνι που βιώνουν κατάθλιψη, άγχος και μετατραυματικό στρες.

Ωστόσο, το Λίβανο έχει βιώσει και τη μαζική φυγή ψυχολόγων και ψυχιάτρων, εξαιτίας της μείωσης της αξίας των μισθών κατά 90% μετά την υποτίμηση του λιβανέζικου νομίσματος. Ο ίδιος ο Χούρι πλέον εργάζεται και ζει κυρίως στο Ντουμπάι.

«Πολλοί άνθρωποι που ήταν άνετα οικονομικά εδώ και δεκαετίες, πλέον ίσα που καταφέρνουν να ζήσουν», εξηγεί στον Guardian. «Οι οικογένειες έχουν διαλυθεί, καθώς ο μοναδικός εργαζόμενός τους αναγκάζεται να μεταναστεύσει».

Οι άνθρωποι που καλούν τη Lifeline για να ζητήσουν βοήθεια, αντιμετωπίζουν εκτός των άλλων και διακοπές ρεύματος και συνδεσιμότητας. Τα προβλήματα αυτού του είδους, δεν τους επιτρέπουν να αποκτήσουν σταθερή επικοινωνία με τους συμβούλους τους, σε μια περίοδο που βιώνουν έντονο συναισθηματικό στρες, αναφέρει η Χίμπα Ντανταχλί, διευθύντρια επικοινωνίας του Embrace Lebanon, της ΜΚΟ που διαχειρίζεται τη Lifeline.

«Το μόνο θετικό είναι ότι οι συζητήσεις για την ψυχική υγεία δεν αποτελούν πλέον ταμπού, ιδίως για τη νεότερη γενιά», σημειώνει ο Χούρι, «επομένως αναζητούν και την κατάλληλη θεραπεία». Ωστόσο, ακόμη κι εκείνοι που το κάνουν, ενδέχεται να μην καταφέρουν να αποκτήσουν τα φάρμακα που χρειάζονται.

«Πολλά αναγκαία φάρμακα έχουν εξαντληθεί και οι υπηρεσίες δεν είναι σε θέση να εισάγουν νέες προμήθειες, εξαιτίας της υποτίμησης της λιβανέζικης λίρας», εξηγεί στον Guardian ο Ρεμί ελ-Χατζί, κλινικός φαρμακοποιός σε νοσοκομείο της Βηρυτού.

Ο Χούρι έχει δει ασθενείς να μειώνουν ή να διακόπτουν την αγωγή τους και να χρησιμοποιούν ληγμένα φάρμακα. Ανησυχίες έχουν διατυπωθεί και για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η κατάσταση σε άτομα που υποφέρουν από σοβαρές ψυχικές ασθένειες και διαταραχές όπως το Αλτσχάιμερ.

«Η θεραπεία του τραύματος προϋποθέτει την επιστροφή στην ασφάλεια και την απομάκρυνση του κινδύνου», τονίζει η Σαμπ. «Όμως δεν έχει υπάρξει πραγματική επιστροφή στην ασφάλεια. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν τους εγγυάται κανείς πως αν θεραπευτούν από αυτό δεν πρόκειται να ζήσουν κάτι αντίστοιχο σε ένα χρόνο».

Καμιά αρχή δεν έχει λογοδοτήσει προς το παρόν για την έκρηξη στο λιμάνι και οι πολιτικοί δεν έχουν δείξει κάποια ιδιαίτερη διάθεση για ουσιαστική έρευνα. Η Σαμπ πιστεύει πως πολλά από τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουν οι πολίτες γίνονται κατανοητές βάσει του «διεστραμμένου πλαισίου».

«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται για δομικό πρόβλημα», εξηγεί. «Δεν μπορούμε να μεταθέτουμε την ευθύνη της θεραπείας του τραύματος στους πολίτες, όταν εκείνοι που τους κυβερνούν συνεχίζουν να τους βλάπτουν».

Προηγούμενο άρθροΟλυμπιακοί Αγώνες – Έτοιμες να διεκδικήσουν μετάλλιο Στεφανίδη και Κυριακοπούλου στο επί κοντώ
Επόμενο άρθροΗΠΑ – Η Pfizer θα απαιτήσει από τους εργαζομένους της να εμβολιαστούν