EE και αστοχίες στα εμβόλια-Ανοίγοντας την κουρτίνα

Ο εθνικισμός των εμβολίων απασχολεί τη παγκόσμια κοινότητα εδώ και πολλούς μήνες. Ο λεγόμενος «πόλεμος των εμβολίων» έχει πλέον κερδίζει έδαφος για τα καλά διεθνώς και μέσα σ’ αυτόν έχει βρεθεί τον τελευταίο καιρό με την πλάτη στον τοίχο η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αντιπαράθεσή της με την βρετανοσουηδική AstraZeneca αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο μιας κρίσης που έχει ξεσπάσει στους κόλπους της εξαιτίας των μεγάλων κενών που παρατηρούνται στην προμήθεια και διανομή εμβολίων στα ευρωπαϊκά κράτη. Η  σπασμωδική απόφαση της Κομισιόν να μπλοκαριστούν οι εξαγωγές στη Β. Ιρλανδία και η ανάκληση της μέσα σε ώρες δείχνει τον εκνευρισμό που κυριαρχεί στις Βρυξέλλες και μια αμφισβήτηση που αγγίζει την ίδια την Πρόεδρο της Επιτροπής Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν

Του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου

Το βασικό ερώτημα είναι πως το success story του φθινοπώρου για την ΕΕ και την Κομισιόν, με την υπογραφή σειράς συμβολαίων για την εξασφάλιση επαρκών αριθμών εμβολίων, ισομερώς για όλους τους εταίρους και σε καλές τιμές, κατέληξε στις ελλείψεις των τελευταίων εβδομάδων και τις αντιπαραθέσεις, πρώτα με τη Pfizer και μετά με τη AstraZeneca; Και μια πρώτη απάντηση είναι οι ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την ΕΕ σε τέτοιες διαπραγματεύσεις, καθώς πρέπει να συγκεραστούν 27 γνώμες με την αναπόφευκτη γραφειοκρατία. Επίσης, απαντώντας κανείς με άλλη ερώτηση, θα μπορούσε να θέσει το δίλημμα πόσο καλύτερα θα τα κατάφερναν τα κράτη μέλη αν αναζητούσαν μεμονωμένα συμφωνίες με τις φαρμακοβιομηχανίες; Τέλος, ένα άλλο ζήτημα που τίθεται είναι, αν εκτός από επιστημονικούς και εμπορικούς λόγους, υπήρξαν και πολιτικές σκοπιμότητες για την επιλογή και υποστήριξη συγκεκριμένων εμβολίων (π. χ. στην αρχή προτίμηση ευρωπαϊκών φαρμακοβιομηχανιών έναντι των αμερικανικών, κατόπιν αποκλεισμός της περίπτωσης αγοράς ρωσικών και κινεζικών εμβολίων κλπ.)

Η προϊστορία των διαπραγματεύσεων με τις φαρμακοβιομηχανίες

Για την ιστορία του πράγματος να υπενθυμιστεί ότι η ΕΕ αποφάσισε να κινηθεί για την προμήθεια εμβολίων στις αρχές της περασμένης άνοιξης, μετά από συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ και της ομάδας του για τη διαχείριση της πανδημίας με στελέχη μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Η επαφή στον Λευκό Οίκο προκάλεσε αίσθηση στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία, μετά μάλιστα από δημοσιεύματα ότι ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ πρότεινε στην CureVac, μια γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας, να διαθέσει αποκλειστικά σε Αμερικανούς το εμβόλιο που προσπαθούσε να παρασκευάσει για τον κορωνοϊό. Σχεδόν αμέσως η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συνεπικουρούμενη από τον Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕΠ), Αμπρουάζ Φαγιόλ, είχε τηλεδιάσκεψη με τους επικεφαλής της CureVac. Μετά από αυτήν ανακοινώθηκε δανειακό πρόγραμμα από την ΕΤΕΠ  80 εκατ. ευρώ προκειμένου η γερμανική εταιρία να κάνει τις δοκιμές του εμβολίου και την παραγωγή του στην ΕΕ.

Σε λίγες μέρες, στις 17/3/21, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία έγινε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μέσω τηλεδιάσκεψης, στις συζητήσεις του διατυπώθηκαν φόβοι μήπως οι ΗΠΑ μονοπωλήσουν τα εμβόλια και τα φάρμακα για την Covid-19. Οι ευρωπαίοι ηγέτες καθησυχάστηκαν μερικώς όταν άκουσαν την κα Φον ντερ Λάιεν να δηλώνει ότι έπεισε την CureVac να μείνει στην Ευρώπη, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα «πρωτοπόρο» στην έρευνα για τα εμβόλια για τον κορωνοϊό.

Όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, καθώς το ερευνητικό προβάδισμα είχαν τελικά άλλες εταιρείες, αμερικανικές, βρετανικές, ακόμη και μια όχι πολύ γνωστή γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας, η  BioNTech, η οποία ανακοίνωσε ότι θα συνεργαστεί με την Pfizer για την ανάπτυξη εμβολίου για την Covid-19. Κι όπως σημείωσε σε εκτενές για το θέμα ρεπορτάζ του το ηλεκτρονικό περιοδικό Politico, «η αλήθεια ήταν ότι η Ευρώπη έχανε ήδη τη μάχη εξασφάλισης εμβολίου καθώς η κυβέρνηση Τραμπ, μολονότι ο ίδιος υποβάθμιζε με τις δηλώσεις του την επικινδυνότητα του κορωνοϊού, είχε ήδη ξεκινήσει τις επαφές με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες».

Στο μεταξύ στους κόλπους της ΕΕ είχε δημιουργηθεί μια συνεργασία Γερμανίας-Γαλλίας, πρωτίστως για την εξασφάλιση εμβολίων για τις χώρες αυτές και δευτερευόντως ως διαμεσολάβηση και για τις υπόλοιπες. Η γαλλο-γερμανική πρωτοβουλία, μάλιστα, διευρύνθηκε με την προσθήκη της Ολλανδίας και της Ιταλίας, ονομαζόμενη «Inclusive Vaccine Alliance» και συνέχισε τις διαπραγματεύσεις μέχρι οι υπουργοί Υγείας των 27 να συμφωνήσουν στις 12 Ιουνίου στο σχέδιο της Κομισιόν να αγοράσει εμβόλια για λογαριασμό όλων των κρατών μελών,

Στις 17 Ιουνίου η Επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου παρουσίασε το νέο σχέδιο της ΕΕ για τα εμβόλια. Μετά την υπογραφή του σχεδίου αυτού από τα 27 κράτη μέλη, οι τέσσερις χώρες της Inclusive Vaccine Alliance σταμάτησαν τις κινήσεις τους επιτρέποντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με την Johnson & Johnson και την AstraZeneca. Απ’ την άλλη, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες άρχισαν να μη βλέπουν με καλό μάτι μια τέτοια την εξέλιξη. Και τούτο διότι, αντί να διαπραγματευτεί μια εταιρεία με 27 κυβερνήσεις, η ΕΕ θα αξιοποιούσε την αγοραστική της ισχύ για καλύτερες τιμές, ενώ οι φαρμακευτικές θα ήταν σε άγνοια αναφορικά με τους όρους των συμφωνιών με τις ανταγωνίστριές τους

Η αδιαφάνεια και οι όροι που ευνοούν τις εταιρίες

Στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, καθώς και σε αρκετές άλλες χώρες, οι κυβερνήσεις έχουν δαπανήσει μεγάλα ποσά για να βοηθήσουν τις φαρμακευτικές εταιρείες να αναπτύξουν εμβόλια και ξοδεύουν ακόμη περισσότερα για να αγοράσουν τις δόσεις. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτών των συμφωνιών παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μυστικές, κατ’ απαίτηση των φαρμακευτικών εταιρειών για τήρηση του σχετικού απορρήτου. Όπως έγραφαν σε αποκαλυπτικό ρεπορτάζ τους οι Ν.Υ. Times, «οι όροι των συμβάσεων δεν έχουν γίνει γνωστοί, κάτι που καθιστά τον έλεγχο εκ μέρους των κυβερνήσεων αδύνατο».

Τελικά, ύστερα από πολλές πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η AstraZeneca συμφώνησε στις 27 Ιανουαρίου 2021 να δημοσιεύσει την αναδιατυπωμένη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ των δύο μερών τον περασμένο Αύγουστο. Η σύμβαση με την βρετανοσουηδική εταιρία θα είναι η δεύτερη που δημοσιοποιείται, αφού και η CureVac έχει συμφωνήσει να δημοσιεύσει τη συμφωνία προαγοράς με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Με βάση τα ήδη διαθέσιμα έγγραφα, καθώς και διαρροές που υπήρξαν στα ΜΜΕ, αναφαίνεται ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες, αλλά προφανώς και οι υπόλοιπες, απαίτησαν και έλαβαν συμφωνίες για ευέλικτα προγράμματα παράδοσης, για προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, καθώς και για ασυλία σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Ένας από τους βασικούς όρους των συμβολαίων εμβολίων – η τιμή ανά δόση – συχνά αποσιωπάται, καθώς οι εταιρείες απαιτούν να μείνουν ως «εμπορικό μυστικό». Μάλιστα, ορισμένες φαρμακοβιομηχανίες έχουν συμπεριλάβει ρήτρες στις συμβάσεις προμήθειας που τους επιτρέπουν να αναστείλουν τις παραδόσεις, εάν οι χώρες αποκαλύψουν τις τιμές. Ακόμη και οι χρόνοι παράδοσης θεωρούνται «ιδιωτικές πληροφορίες». Είναι χαρακτηριστικό πως στην περίπτωση της Astrazeneca, αν η ίδια δεν αποφασίσει να δημοσιεύσει την επίμαχη σύμβαση, κανείς δεν θα γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός υπαίτιος για τις καθυστερήσεις.

Ο καθοριστικός ρόλος των κρατικών ενισχύσεων

Η ανάπτυξη των εμβολίων είναι μια επιλογή με μεγάλο ρίσκο για τις φαρμακοβιομηχανίες. Οι εταιρείες από μόνες τους σπανίως επενδύουν στον τομέα αυτό, παρά μόνο αν γνωρίζουν ότι τα εμβόλιά τους είναι αποτελεσματικά και μπορούν να πάρουν το πράσινο φως για την κυκλοφορία τους. Κι αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο χρειάζεται συνήθως τόσο πολύς χρόνος για την ανάπτυξή τους. Για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία, οι κυβερνήσεις -κυρίως των ΗΠΑ και της Ευρώπης- καθώς και μη κερδοσκοπικές ομάδες, όπως η συμμαχία CEPI που πατρονάρει ο Μπιλ Γκέιτς, απορρόφησαν μέρος του επιχειρηματικού κινδύνου.

Π.χ. οι ΗΠΑ διέθεσαν έως και 1,6 δις δολ. για να βοηθήσουν την εταιρεία Novavax να αναπτύξει το εμβόλιο κορονοϊού. Η δε Moderna, όχι μόνο χρησιμοποίησε την τεχνολογία που είχαν αναπτύξει αμερικανικές κυβερνητικές υπηρεσίες ως το θεμέλιο του εμβολίου της, αλλά έλαβε επίσης και περίπου 1 δις δολ. από κυβερνητικές επιχορηγήσεις για την ανάπτυξη της ουσίας των δόσεων. Εν συνεχεία οι ΗΠΑ έδωσαν παραγγελία έναντι 1,5 δισ. δολ.

Ωστόσο, παρά τις τεράστιες επενδύσεις με χρήματα των φορολογουμένων, συνήθως οι φαρμακευτικές εταιρείες διατηρούν πλήρως τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες μπορούν να αποφασίσουν πώς και πού κατασκευάζονται τα εμβόλια και πόσο κοστίζουν. Π.χ. όπως σημειώνεται  στη σύμβαση της CureVac με την ΕΕ, η εταιρεία «δικαιούται να εκμεταλλεύεται κατ’ αποκλειστικότητα, τέτοια δικαιώματα».

Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις        

Η στρατηγική της Κομισιόν να κλείσει συμφωνίες για προμήθεια εμβολίων για όλα τα κράτη μέλη, με φθηνότερο κόστος, σε μια ένδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, ενώ χαιρετίστηκε στην αρχή, δέχεται πλέον πυρά από κράτη μέλη, που χαρακτηρίζουν πολύ αργή, περιοριστική για τους εταίρους, καθώς και γραφειοκρατική την όλη διαδικασία.

Ειδικά, οι αποφάσεις της ΕΕ να δώσει προτεραιότητα στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, αντί να αφήσει στις κυβερνήσεις μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών, η επιμονή στην τήρηση των διαδικασιών κατά την έγκριση των εμβολίων, ώστε να κατευναστούν οι ανησυχίες της κοινής γνώμης, αλλά και το να είναι οι φαρμακευτικές εταιρείες  υπόλογες σε νομικές προσφυγές για τις τυχόν παρενέργειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού, επικρίνονται τώρα ότι επιβράδυναν την απάντηση της Ενωσης στην πανδημία.

Η ομάδα της ΕΕ που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις έδωσε έμφαση σε τρεις στόχους: ένα ευρύ φάσμα υποψήφιων εμβολίων, την εξασφάλιση χαμηλών τιμών ανά δόση, καθώς και ότι οι φαρμακευτικές θα ήταν υπόλογες νομικά για τυχόν παρενέργειες των εμβολίων. Το τελευταίο, όμως, ήταν αντίθετο με το τι ισχύει στις ΗΠΑ, όπου η νομοθεσία προστατεύει τις παρασκευάστριες εταιρείες από προσφυγές στην αμερικανική Δικαιοσύνη, με τις αποζημιώσεις –όταν προκύπτουν- να τις αναλαμβάνουν κρατικά προγράμματα. Οι φαρμακευτικές ήθελαν αντίστοιχη κάλυψη και στην ΕΕ, αλλά η Κομισιόν αρνιόταν να ενδώσει. Και ένας από τους βασικούς λόγους ήταν ότι η καχυποψία για τα εμβόλια παρέμενε υψηλότατη μεταξύ Ευρωπαίων πολιτών (π.χ. μόλις το 59% των Γάλλων και το 56% των Πολωνών απαντούσε σε δημοσκόπηση του περασμένου Ιουνίου ότι δεχόταν να εμβολιαστεί μ’ ένα «ασφαλές και αποτελεσματικό» εμβόλιο για τον κορωνοϊό).

Οι καθυστερήσεις της ΕΕ σε σχέση με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ

Όπως σημειώνει και πάλι το Politico, εκεί που δεν τα πήγε καλά η ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία ήταν η ταχύτητα. Στις 20 Νοεμβρίου η Pfizer υπέβαλε αίτηση για έκτακτη έγκριση του εμβολίου της στις ΗΠΑ και περίμενε μέχρι την 1η Δεκεμβρίου για να κάνει το ίδιο με τον ΕΜΑ. Ωστόσο, η Βρετανία είχε το προβάδισμα, καθώς έγινε η πρώτη δυτική χώρα που άναψε φως σε εμβόλιο για τον κορωνοϊό, σ’ εκείνο της Pfizer στις 2 Δεκεμβρίου βάσει μόνον των στοιχείων από την τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών του, που είχε λάβει στις 23 Νοεμβρίου.

Και καθώς άρχιζε να εντείνεται ο πανικός για τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των εμβολίων, αυξάνονταν οι αμφισβητήσεις για την επιδίωξη της Κομισιόν να εξασφαλίσει χαμηλότερες τιμές. Π.χ. το Ισραήλ, που ηγείται παγκοσμίως στην κούρσα των εμβολιασμών, δεν έκρυψε ότι έβαλε βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για να εξασφαλίσει εμβόλια, ενώ και η Βρετανία πλήρωσε περισσότερα σε σχέση με την ΕΕ. Η τελευταία φέρεται να καταβάλει λιγότερο από 2 ευρώ για κάθε δόση του εμβολίου της AstraZeneca, ενώ οι ΗΠΑ γύρω στα 4. Σε ό,τι αφορά εκείνο της Pfizer, η ΕΕ το πληρώνει 15 δολάρια και oι ΗΠΑ γύρω στα 20.

Ωστόσο, οικονομικοί αναλυτές σε ευρωπαϊκές δεξαμενές σκέψεις υπογραμμίζουν ότι από μακροοικονομικής άποψης οι διαφορές στις τιμές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αφού αν παραταθούν στην ΕΕ τα lockdown -επειδή άλλοι αγοραστές εμβολίων ήταν πρόθυμοι να κινηθούν ταχύτερα και να πληρώσουν περισσότερα- οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής εξοικονομήσεων θα είναι τεράστιες. Επιπλέον, σε έκθεσή της η δεξαμενή σκέψη Bruegel έρχεται να εκτιμήσει ότι η σκληρή διαπραγματευτική τακτική της ΕΕ δεν έδωσε κίνητρα στους φαρμακευτικούς κολοσσούς να ενισχύσουν την παραγωγή των εμβολίων.

Τελικά, φαίνεται να υπάρχουν ορισμένες σοβαρές αντιφάσεις στην τακτική της ΕΕ. Καταρχάς, άργησε να παραγγείλει εμβόλια, ενώ οι Αμερικάνοι, παρά τη ρητορική Τραμπ, το είχαν κάνει από τον Ιούλιο. Επίσης, δεν είχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο για να διασφαλίσει επαρκείς ποσότητες, αν δημιουργούνταν πρόβλημα παραγωγής από τις τρεις εταιρίες που προηγούνταν από το καλοκαίρι. Τέλος, έπρεπε ήδη εδώ και μήνες να ενθαρρύνει τις συνέργειες των τριών αυτών εταιρειών με άλλες μεγάλες εταιρείες για να υπάρχει αύξηση της παραγωγής και άρα της διαθεσιμότητας. Αυτό έγινε μόλις τελευταία –και χωρίς τη μεσολάβηση της ΕΕ- με την πρόσφατη συνεργασία Pfizer/Sanofi,  όπου στις εγκαταστάσεις της δεύτερης θα παραχθούν εκατομμύρια εμβόλια της Pfizer.

Σύμφωνα, πάντως, με μια στατιστική καταγραφή των μέχρι τώρα δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει συμβάσεις για σχεδόν 2,3 δις δόσεις, και διαπραγματεύεται για περίπου 300 εκατ. περισσότερες.

Πλην των συμβάσεων με τη Pfizer και την ΑstraZeneca, έχουν συναφθεί οι εξής συμφωνίες με ακόμα τέσσερις φαρμακοβιομηχανίες:  -300 εκατ. δόσεις από τις Sanofi-GSK  -400 εκατ. δόσεις από την Johnson & Johnson  -405 εκατ. δόσεις από την CureVac  -160 εκατ. δόσεις από τη Moderna.  Επίσης, η Κομισιόν βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την αμερικανική Novavax για ακόμα 200 εκατ. δόσεις, ενώ ανοικτό παραμένει το θέμα αν θα γίνουν σοβαρές συνομιλίες με τη Ρωσία για τη εξασφάλιση ποσοτήτων του Sputnik V. Πάντως, σε ανακοίνωσή τους στις 29/1 οι αρμόδιες ρωσικές αρχές δηλώνουν ότι  είναι σε θέση να προμηθεύσουν την ΕΕ με 100 εκατομμύρια δόσεις αυτού του εμβολίου μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2021.

 

Προηγούμενο άρθροΣτη Θεσσαλονίκη το πρώτο κρούσμα της νοτιοαφρικανικής μετάλλαξης
Επόμενο άρθροΠρόγραμμα για ηλεκτρικά αυτοκίνητα στο Δήμο Νέας Προποντίδας